-
1 вентилятор
ο ανεμιστήραςο (εξαεριστήραςвытяжной - εξαγωγής (αέρα), ο εξαεριστήραςподъёмный - ав. ανωτικός -, ανυψωτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вентилятор
-
2 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок